Dictionary of Greek. 2013.
σπονδυλώδης — ες / σπονδυλώδης, ῶδες, ΝΑ, και σφονδυλώδης, ῶδες, Α [σπόνδυλος / σφόνδυλος] όμοιος με σπόνδυλο … Dictionary of Greek